- χρησμολάλος
- χρησμο-λάλος [pron. full] [ᾰ], ον,A = χρησμολόγος, τρίποδες Orac. in App.Anth. 6.82.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χρησμολάλος — ον, Α χρησμολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + λάλος (πρβλ. θρηνο λάλος)] … Dictionary of Greek
χρησμολάλων — χρησμολάλος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)